Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ὡς ἔπρηξε

См. также в других словарях:

  • ἔπρηξε — πράσσω pass through aor ind act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το …   Dictionary of Greek

  • μελαγχολία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από συνεχή και επίμονη θλίψη, υπερβολική και ανεξήγητη με βάση τους εξωτερικούς παράγοντες, από ελάττωση όλων των ψυχικών λειτουργιών, από αίσθημα ανικανότητας, ανεπάρκειας και ενοχής, από τάση αυτοκαταστροφής που σε… …   Dictionary of Greek

  • πρήζω — Ν 1. κάνω κάτι να φουσκώσει, διογκώνω, φουσκώνω («τόν κλότσησε και τού πρηξε το πόδι») 2. παθ. πρήζομαι παθαίνω οίδημα («μού πρήστηκε ο κάλος από το πολύ περπάτημα») 3. μτφ. βασανίζω, ταλαιπωρώ, παιδεύω (α. «μ έπρηξε ώσπου να πει το ναι» β. «μού… …   Dictionary of Greek

  • πρήζω — έπρηξα, πρήστηκα, πρησμένος 1. κάνω κάτι να φουσκώσει, προκαλώ πρήξιμο, οίδημα: Του πονεί το δόντι και πρήστηκε το πρόσωπό του. 2. μτφ., παρενοχλώ, βασανίζω ψυχικά, στενοχωρώ, παιδεύω, ταλαιπωρώ κάποιον: Μας έπρηξε το κεφάλι με τη φλυαρία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»