-
1 έπρηξε
-
2 ἔπρηξε
-
3 πράσσω
πράσσω, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. [full] πρήσσω, [dialect] Att. [full] πράττω (first in IG12.7.11, al., Ar. and X.), Cret. [full] πράδδω Leg.Gort.1.35: [tense] fut. πράξω, [dialect] Ion. πρήξω: [tense] aor. ἔπραξα, [dialect] Ion. ἔπρηξα: [tense] pf. πέπραχα, [dialect] Ion. πέπρηχα, (trans.) Hdt.5.106, X.HG5.2.32, Cyr.3.1.15, Din.3.21, Men.619, IG9(2).517.36 (Larissa, iii B. C.), PHib.1.80.11 (iii B. C.), (intr.) Pl.Com.187 codd., Arist.Rh.Al. 1440a36: [tense] plpf. ἐπεπράχει ([etym.] ν) (trans.) X. l.c., (intr.) App. BC5.83: [tense] pf. 2 πέπρᾱγα, [dialect] Ion. πέπρηγα, (intr.) Pi.P.2.73, Hdt.2.172, Ar.Pl. 629, Ra. 302, X.HG1.4.2, (trans.) Arist.EN 1168b35, al., SIG 364.70 (Ephesus, iii B. C.): [tense] plpf. ἐπεπράγεσαν (intr.) Th.2.4,7.24:— [tense] pf. πέπραγα [dialect] Att., πέπραχα Hellenistic, acc. to Moer.p.293 P., Phryn. PSp.103 B., but see above:—[voice] Med., [tense] fut.A , X. HG6.2.36 (also in pass. sense, Pi.P.4.243 (prob.), Pl.R. 452a): [tense] aor. , Th.4.65, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut. (v.supr.), alsoπραχθήσομαι Aeschin.3.98
, Arist.Rh. 1359a11, etc.; [tense] fut. 3πεπράξομαι S.OC 861
, Ar.Av. 847, Eup.9.3 D.: [tense] aor. , Th.4.54, etc.: [tense] pf.πέπραγμαι A.Pr.75
, etc. (sts. in med. sense, v. infr. vi). [[pron. full] ᾱ by nature, as is shown by the [dialect] Ion. form πρήσσω, and by the accent in πρᾶγμα, πρᾶξις, etc.]I in [dialect] Ep. only, pass through, pass over,δὶς τόσσον ἅλα πρήσσοντες ἀπῆμεν Od.9.491
;ῥίμφα πρήσσοντε κέλευθον Il.14.282
, 23.501;ῥίμφα πρήσσουσι κέλευθον Od.13.83
;ὁδὸν πρήσσουσιν ὁδῖται h.Merc. 203
: c. gen.,ἵνα πρήσσωμεν ὁδοῖο Il.24.264
, Od.15.219; ὄφρα πρ. ὁδοῖο ib.47;ἵνα πρήσσῃσιν ὁδοῖο 3.476
: Gramm. note that this sense is found only in [tense] pres., An.Ox.1.355, EM688.1.II experience certain for- tunes, fare well or ill,ὁ στόλος οὕτως ἔπρηξε Hdt.3.26
, cf.4.77, Th.7.24; soὡς ἔπρηξε Hdt.7.18
;κατὰ νόον π. Id.4.97
, cf. Ar.Eq. 549;πράξασαν ὡς ἔπραξεν A.Ag. 1288
;εὖ πέπραγεν, ὅτι.. Pi.P.2.73
, cf. Hdt.1.24,42, etc.;φλαύρως π. τῷ στόλῳ Id.6.94
;π. καλῶς A.Pr. 979
;χαλεπώτατα π. Th.8.95
;ταπεινῶς π. Isoc.5.64
;ὅστις καλῶς πράττει, οὐχὶ καὶ εὖ πράττει; Pl.Alc.1.116b
;π. εὐτυχῶς S.Ant. 701
; ; μακαρίως, εὐδαιμόνως, Ar.Pl. 629, 802: freq. with neut. Pron. or Adj.,εὖ π. τι S.OT 1006
, cf. OC 391;μηδὲν εὖ π. X.Mem.1.6.8
;χρηστόν τι π. Ar.Pl. 341
;καλά Th.6.16
;χείρω Id.7.71
; ;πάντ' ἀγαθά Ar.Ra. 302
, cf. Eq. 683 (lyr.); (anap.);πολλὰ καὶ ἀγαθά X.An.6.4.8
;οἷον ἥθελεν S.OC 1704
(lyr.);πράξας ἅπερ ηὔχου E.Or. 355
(anap.), cf.X.Mem.3.9.14.III achieve, effect, accomplish,οὔ τι Il.1.562
, 11.552, Od.2.191, etc.; , cf. 16.88;χρῆμα μὲν οὐ πρήξεις, σὺ δ' ἐτώσια πόλλ' ἀγορεύσεις Hes.Op. 402
; κλέος ἔπραξεν won it, Pi.I.5(4).8; ἔπραξε δεσμόν achieved bondage, i.e. brought it on himself, Id.P.2.40;τινὰ Νηρεΐδων π. ἄκοιτιν Id.N.5.36
; ὕμνον π. grant power of song, ib.9.3; λεόντεσσι π. φόνον do slaughter upon them, ib.3.46;τὴν Κυπρίων ἀπόστασιν π. Hdt.5.113
; π. εἰρήνην, φιλίαν, bring it about, D.3.7, 18.162; π. τι παρά τινος get something from.., ;ἐλπὶς πράξειν τι παρὰ τῶν θεῶν ἀγαθόν Isoc.2.20
; also, attempt, plot,δήμου κατάλυσιν And.3.6
: c. dat. pers.,δαίμοσιν π. φίλα A.Pr. 660
;Αοξίᾳ χάριν E. Ion37
, cf. 896 (lyr.), El. 1133, etc.;σὺ τοῦτο πράξεις ὥστε..; A.Eu. 896
:—[voice] Pass.,πέπρακται τοὖργον Id.Pr.75
;φεῦ φεῦ πέπρακται E.Hipp. 680
;τὰ πεπραγμένα Pi.O.2.15
, etc.;ἡ ἐπὶ τοῖς πεπρ. ἀδοξία D. 1.11
;τὰ πεπρ. λῦσαι Id.24.76
;τὰ πραχθέντα A.Pr. 683
, etc.; τὰ ἔργα τῶν πραχθέντων the facts of what took place, Th.1.22; .2 abs., effect an object, be successful,δὸς Τηλέμαχον πρήξαντα νέεσθαι Od.3.60
;ἔπρηξας καὶ ἔπειτα Il.18.357
.3 of sexual intercourse,ἐπράχθη τὰ μέγιστα Theoc.2.143
.4 to be busy with, σὺ μὲν τὰ σαυτῆς πρᾶσσ' mind your own business, S.El. 678;πράττων ἔκαστος τὸ αὑτοῦ Pl. Phdr. 247a
, cf. Plt. 307e;τὰ αὑτοῦ π. καὶ μὴ πολυπραγμονεῖν Id.R. 433a
, cf. 400e, etc. (whereas πολλὰ π. = πολυπραγμονεῖν, Hdt.5.33, E.HF 266, Ar.Ra. 228, etc.);φιλοσόφου τὰ αὑτοῦ πράξαντος καὶ οὐ πολυπραγμονήσαντος Pl.Grg. 526c
, cf. Ap. 33a, etc.; οὐδ' εὖ.. οἰκοῦνται αἱ πόλεις, ὅταν τὰ αὑτῶν ἕκαστοι πράττωσι (ironical) Id.Alc.1.127b; μὴ τὰ αὑτῶν π. not to act their part, Id.R. 452c;π. τὰ δέοντα X.Mem. 3.8.1
.5 manage affairs, do business, act, εἰπεῖν τε καὶ πρᾶξαι ib.2.9.4, cf. 2.8.6; πράττειν τὰ πολιτικὰ πράγματα, τὰ τῆς πόλεως, manage state-affairs, take part in government, Pl.Ap. 31d, Lys.16.20;τὰ Ἀθηναίων Pl.Smp. 216a
;οἱ τὰ κοινὰ π. καὶ πολιτευόμενοι Arist.Pol. 1324b1
: abs., without any addition, ἱκανωτάτω λέγειν τε καὶ πράττειν, of able statesmen, X.Mem.1.2.15, cf. 4.2.1,4;πολιτεύεσθαι καὶ π. D.18.45
, cf. 59, Pl.Prt. 317a.6 generally, transact, negotiate, manage, ; Θηβαίοις τὰ πράγματα π. manage matters for their interest, D.19.77:—so in [voice] Pass., τῷ Ἱπποκράτει τὰ.. πράγματα ἀπό τινων ἀνδρῶν.. ἐπράσσετο matters were negotiated with him by.., Th.4.76: but freq. abs., treat, negotiate, manage, act, οἱ πράσσοντες αὐτῷ ib. 110, cf. 5.76;π. πρός τινα Id.2.5
, 4.73, etc.; ἐς (v.l. πρὸς) τοὺς βαρβάρους, ἐς τοὺς Εἵλωτας, Id.1.131, 132:—[voice] Pass.,ἐπράττετο οὐ πρὸς τοὺς ἄλλους Aeschin.3.64
; alsoπ. τι ὑπὲρ τῶν κοινῶν D.26.2
;π. ὑπὲρ τῆς πόλεως τὰ πάτρια Id.59.73
;π. περὶ εἰρήνης X.HG6.3.3
;π. τῇ δύναιτο ἄριστα Hdt.5.30
;π. ὡς ἄριστα καὶ πιστότατα Th.1.129
; the traitors,Id.
4.89, 113:—folld. by dependent clauses, ; ἐς τὴν Πελοπόννησον ἔπρασσεν, ὅπῃ ὠφελία τις γενήσεται ib.65; π. ὅπως πόλεμος γένηται ib.57; π. ὅπως τιμωρήσονται ib.56, cf. 3.4,70, etc.: c. acc. et inf.,μὴ δεῦρο πλεῖν τὴν ναῦν ἔπραττεν D.32.22
.b esp. of secret practices and intrigues, εἴ τι μὴ ξὺν ἀργύρῳ ἐπράσσετ' ἐνθένδ' unless some bribery was being practised, S.OT 125;καί τι αὐτῷ καὶ ἐπράσσετο ἐς τὰς πόλεις προδοσίας πέρι Th.4.121
, cf. 5.83;μετάστασις ἐπράττετο Lys.30.10
;τούτοις ἔπρασσον τὴν πόλιν Plb.4.17.12
; νῦν δ' αὔτ' Ἀτρεῖδαι φωτὶ παντουργῷ φρένας ἔπραξαν have jobbed them (the arms) away to a villain, S.Aj. 446.IV practise,πόνῳ π. θεοδμάτους ἀρετάς Pi. I.6(5).11
;δίκαια ἢ ἄδικα Pl.Ap. 28b
, etc.;ταῦτ' ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν X.Cyr.5.1.1
; : then abs., act,π. ἔργῳ μὲν σθένος βουλαῖσι δὲ φρήν Pi.N.1.26
; ὡς πράττοντες as doing, Pl.R. 527a; μεθ' ἡμῶν ἔπραττεν, i. e. he took our side, Is.5.14.2 study,δράματα Suid.
s.v. Ἀριστοφάνης; συλλογισμούς Arr.Epict.2.17.27; ἐν τοῖς πραττομένοις in the poems which are now studied, made the subject of commentaries, Sch.Nic. Th.11.V c. dupl. acc. pers. et rei, πράττειν τινά τι do something to one, E.Hel. 1394, Isoc.12.93;ἀγαθόν τι π. τὴν πόλιν Ar. Ec. 108
.VI exact payment from one,αὐτοὺς ἑκατὸν τάλαντα ἔπρηξαν Hdt.3.58
; πράσσει με τόκον he makes me pay interest, Batr.185;π. τινὰ χρέος Pi.O.3.7
, cf. P.9.104;ὅσοι πράξεις πεπράγασιν SIG364.70
(Ephesus, iii B. C.);τοὐφειλόμενον π. Δίκη A.Ch. 311
(anap.); : freq. of tax-gatherers or other collectors of public debt, IG12.116.16, al., Pl.Lg. 774d;π. τὰς εἰσφοράς D.22.77
, etc.; φόρον ἔπρησσον παρ' ἑκάστων obtained or demanded from.., Hdt.1.106: c. acc. pers., press for payment,μὴ π. τοὺς ὀφειλέτας Plb.38.11.10
; π. τινά τι ὑπέρ τινος demand from one as the price for a thing, Luc.Vit.Auct.18: metaph., φόνον π. exact punishment or vengeance for a murder: hence, avenge, punish, A.Eu. 624;τὰ περὶ τὸν φόνον ἀγριωτέρως π. Pl.Lg. 867d
:—[voice] Pass., ὑπὸ βασιλέως πεπραγμένος φόρους called on to pay up the tribute, Th.8.5; πραχθεὶςὑπὸτῶνδε Lys.9.21
codd., cf. Pl.Lg. 921c:—[voice] Med., exact for oneself,πράξασθαί τινα μισθόν Pi.O.10(11).30
; ἀργύριον, χρήματα, Hdt.2.126, Th.4.65, cf. Ar.Ra. 561, etc.;τὴν διπλασίαν π. τὸν ὑποφεύγοντα Pl.Lg. 762b
, cf. Plb.5.54.11;π. τοὺς ἐξάγοντας τριακοστήν D.20.32
;πράσσεσθαι χρέος Antipho Fr.67
; φόρους πράσσεσθαι ἀπό, ἐκ τῶν πόλεων, Th.8.5, 37;παρ' αὐτῶν ἃ ὤφειλον Lys.17.3
, cf. And.2.11: metaph. of exacting punishment, etc.,μεγάλ' ἀντ' ὀλίγων ἐπράξαο Call.Lav.Pall.91
:—[voice] Pass. [tense] pf. and [tense] plpf. in med. sense, εἰ μὲν ἐπεπράγμην τοῦτον τὴν δίκην if I had exacted from him the full amount, D.29.2.VII c. acc. pers., πράττειν τινά deal with, finish off, euphem.,ἔπρασσε δ' ᾇπέρ νιν, ὧδε θάπτει A.Ch. 440
(lyr.); πεπραγμένοι is f.l.ib. 132. -
4 μιμνήσκω
μιμνήσκω (not [suff] μιμν-ήσκω, v. infr.), [tense] fut. μνήσω: [tense] aor. ἔμνησα: causal Verb, formed in [tense] pres. and [tense] impf. from μέμνημαι as πιπράσκω from πέπραμαι:—A remind, put in mind,μνήσει δέ σε καὶ θεὸς αὐτός Od.12.38
; τινος of a thing,ἐπεί μ' ἔμνησας ὀϊζύος 3.103
;τῶν σ' αὖτις μνήσω Il.15.31
, cf. 1.407;μηδέ με τούτων μίμνησκ' Od.14.169
, cf. Thgn.1123, Theoc.15.36.II ἔμνασεν ἑστίαν πατρῴαν.. νικῶν recalled it to memory, made it famous, Pi.P.11.13.—[voice] Act. is mostly [dialect] Ep., used once in Trag. (lyr.), E.Alc. 878: compds. with ἀνα- or ὑπο- were preferred in Prose.B [voice] Med. and [voice] Pass. [full] μιμνήσκομαι, imper. - ήσκεο Il.22.268: [dialect] Ep. [tense] impf.μιμνήσκοντο 13.722
(the [tense] pres. only in later Prose, Pl.Ax. 368a, D.H.1.13, Plu.2.653b; μέμνημαι serving as [tense] pres. in early writers): other tenses are formed from the stem μνη- (v. μνάομαι): [tense] fut.μνήσομαι Od.7.192
, Sapph.32;μνησθήσομαι Hdt.6.19
, E.Med. 933, etc.; alsoμεμνήσομαι Il.22.390
, Od.19.581, Hdt.8.62, E.Hipp. 1461, Pl.Phlb. 31b, etc.: [tense] aor. ἐμνησάμην, inf.μνήσασθαι Od.4.331
, Tyrt.12.1, Hdt. 7.39; rare in Trag., as S.OT 564; [dialect] Ep.μνησάσκετο Il.11.566
; Trag. also ἐμνήσθην (used by Hom. only in Od.4.118), S.El. 373, etc.; [dialect] Aeol.ἐμνάσθην Sapph.Supp.4.11
: [tense] pf. μέμνημαι, [dialect] Aeol.μέμναιμαι Alc. Supp.28.6
, in [dialect] Att. always in [tense] pres. sense, as also freq. in Hom.; [ per.] 2sg.μέμνηαι Il.21.442
,μέμνῃ 15.18
; imper. μέμνησο, [dialect] Dor.μέμνᾱσο Epich. 250
, etc., [dialect] Ion.μέμνεο Hdt.5.105
; subj.μέμνωμαι -ώμεθα Od.14.168
, S.OT49; [dialect] Ion. - εώμεθα Archil.(?) in PLit.Lond.54.4; opt.μεμνῄμην Il.24.745
, - (μεμνῇο, -ῇτο shd. prob. be read for -ῷο or - οῖο, -ῷτο in X.An.1.7.5, Cyr.1.6.3, and μεμνοῖτο is dub. in Crates Com.50); [dialect] Ep. [ per.] 3sg.μεμνέῳτο Il.23.361
; [dialect] Dor. [ per.] 3pl.μεμναίατο Pi. Fr.94
; inf. μεμνῆσθαι; [dialect] Aeol. imper.μέμναισο Sapph.Supp.23.8
; part. μεμνημένος: [tense] plpf.ἐμεμνήμην Isoc. 12.35
; [dialect] Ion. [ per.] 3pl.ἐμεμνέατο Hdt.2.104
:— remind oneself of a thing, call to mind:—Constr.: sts. c. acc., remember,Τυδέα δ' οὐ μέμνημαι Il.6.222
, cf. 9.527, Od.14.168, S.OT 1057, Pl.Lg. 633d, D.44.7; esp. with relat. clause following,μ. τὸν στόλον ὡς ἔπρηξε Hdt.7.18
; ;μ. τὸν Εὐφραῖον, οἷ' ἔπαθεν D.9.61
; also μέμνησο ἐκεῖνο, ὅτι .. X.Cyr.2.4.25; μεμνώμεθα ταῦτα περὶ ἀμφοῖν, ὅτι .. Pl. Phlb. 31a: more freq. c. gen.,φίλου μεμνήσομ' ἑταίρου Il.22.390
;τοῦ ποτε μεμνήσεσθαι ὀΐομαι Od.19.581
;οὐδὲ παῖδος οὐδὲ φίλων τοκήων οὐδὲν ἐμνάσθη Sapph.Supp.
l. c., cf. Hdt.8.62, E.Hipp. 1461, etc.; alsoμεμνημένος ἀμφ' Ὀδυσῆϊ Od.4.151
;ἀμφὶ Διώνυσον.. μνήσομαι h.Hom. 7.2
;περὶ πομπῆς μνησόμεθα Od.7.192
:—[voice] Pass., to be remembered (not in early Prose),τὰ παραπτώματα οὐ μνησθήσεται LXX Ez.18.22
;αἱ ἐλεημοσύναι σου ἐμνήσθησαν Act.Ap.10.31
, cf. Apoc.16.19.2 c. inf.,μέμνηντο γὰρ αἰεὶ ἀλλήλοις.. ἀλεξέμεναι Il.17.364
;μέμνησο δ' εἴκειν A.Supp. 202
;μέμνησο δάκνειν, διαβάλλειν Ar.Eq. 495
;μεμνήσθω ἀγαθὸς ἀνὴρ εἶναι X.An.3.2.39
;μέμνησθέ μοι μὴ θορυβεῖν Pl.Ap. 27b
.3 after Hom., c. part., θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη let him remember that he clothes, Pi.N.11.15; μέμνημαι κλύων I remember hearing, A.Ag. 830;μεμνήμεθα ἐλθόντες E.Hec. 244
;μ. ἀκούσας X.Cyr.1.6.3
, etc.: folld. by a relat.,μέμνησ', ὅπως εὖ μοι στομώσεις αὐτόν Ar.Nu. 1107
.4 abs.,ἀφ' οὗ Ἕλληνες μέμνηνται Th.2.8
, cf. 5.66: [tense] pf. part. μεμνημένος in commands, ὧδέ τις.. μεμνημένος ἀνδρὶ μαχέσθω let him fight with good heed, let him remember to fight, Il.19.153, cf. 5.263, Hes.Op. 422, etc.II make mention of, c. gen.,τῶν νῦν μοι μνῆσαι Od.4.331
; Μοῦσαι, μνησαίαθ' ὅσοι ὑπὸ Ἴλιον ἦλθον (i. e. τῶν, ὅσοι) Il.2.492; alsoμνήσασθαι περί τινος Hdt.7.39
: freq. in [tense] aor. [voice] Pass. μνησθῆναι, Od.4.118, S.Ph. 310;μνησθῆναι περί τινος Hdt. 1.36
, cf. 9.45;περί τινος ἔς τινα Th.8.47
, cf. 1.10, 37, etc.;μνησθεὶς ὑπὲρ τῆς εἰρήνης D.18.21
;μ. τινὸς πρός τινα Lys.1.19
: later c. dat. pers., recall to one's memory, remind, ἐμνήσθην σοι καὶ παρόντι περί .. PLille12.1 (iii B. C.), cf. PCair.Zen.122.7, al. (iii B. C.): rarely c. acc.,ταῦτα καὶ μακάρων ἐμέμναντ' ἀγοραί Pi.I.8(7).29
: abs., μευ μεμναμένω εἰ φιλέεις με mentioning your name to see if.., Theoc.3.28.III give heed to,πατρὸς καὶ μητέρος Od.18.267
; μ. βρώμης give heed to food, 10.177; ὡς μεμνέῳτο δρόμου (v.l. δρόμους ) that he might give heed to the running, Il.23.361; μ. χάρμης, δαιτός, σίτου, 4.222, Od.20.246, Il.24.129;μεμνᾶσθαι πολέμου τε καὶ μάχας B.17.58
;ἀοιδᾶς Pi.Fr.94
. ([dialect] Aeol. [full] μιμναίσκω (not μιμνᾴσκω) Hdn.Gr.2.79, 178; but [dialect] Ep., [dialect] Ion., [dialect] Att. [full] μιμνήσκω without ι, PCair.Zen. 15v.35 (iii B. C., ὑπο-), Inscr.Magn.16.27 (early ii B. C., [ ἀνα-]), SIG 704E18 (Delph., late ii B. C., ὑπο-), Did.in An.Ox.1.196; cogn. with Lat. memini, etc.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μιμνήσκω
См. также в других словарях:
ἔπρηξε — πράσσω pass through aor ind act 3rd sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το … Dictionary of Greek
μελαγχολία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από συνεχή και επίμονη θλίψη, υπερβολική και ανεξήγητη με βάση τους εξωτερικούς παράγοντες, από ελάττωση όλων των ψυχικών λειτουργιών, από αίσθημα ανικανότητας, ανεπάρκειας και ενοχής, από τάση αυτοκαταστροφής που σε… … Dictionary of Greek
πρήζω — Ν 1. κάνω κάτι να φουσκώσει, διογκώνω, φουσκώνω («τόν κλότσησε και τού πρηξε το πόδι») 2. παθ. πρήζομαι παθαίνω οίδημα («μού πρήστηκε ο κάλος από το πολύ περπάτημα») 3. μτφ. βασανίζω, ταλαιπωρώ, παιδεύω (α. «μ έπρηξε ώσπου να πει το ναι» β. «μού… … Dictionary of Greek
πρήζω — έπρηξα, πρήστηκα, πρησμένος 1. κάνω κάτι να φουσκώσει, προκαλώ πρήξιμο, οίδημα: Του πονεί το δόντι και πρήστηκε το πρόσωπό του. 2. μτφ., παρενοχλώ, βασανίζω ψυχικά, στενοχωρώ, παιδεύω, ταλαιπωρώ κάποιον: Μας έπρηξε το κεφάλι με τη φλυαρία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)